Λευιτικός

Λευιτικός
Левитский.

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Λευιτικός" в других словарях:

  • Λευιτικός — Levite masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευιτικός — ή, ό (AM λευιτικός, ή, όν) [λευίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λευίτες («εἰ μὲν οὖν τελείωσις διὰ τῆς λευιτικῆς ἱερωσύνης ἦν», ΚΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. Λευιτικό(ν) τίτλος ενός από τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης, το τρίτο τής… …   Dictionary of Greek

  • Λευιτικά — Λευιτικός Levite neut nom/voc/acc pl Λευιτικά̱ , Λευιτικός Levite fem nom/voc/acc dual Λευιτικά̱ , Λευιτικός Levite fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικῶν — Λευιτικός Levite fem gen pl Λευιτικός Levite masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικόν — Λευιτικός Levite masc acc sg Λευιτικός Levite neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικοῖς — Λευιτικός Levite masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικοί — Λευιτικός Levite masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικοῦ — Λευιτικός Levite masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικούς — Λευιτικός Levite masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικῆς — Λευιτικός Levite fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικῇ — Λευιτικός Levite fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»